- αμαθήτευτος
- η , ο [ος , ον ]1) необученный; не получивший образования; 2) см. αμάθευτος 1
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αμαθήτευτος — η, ο [μαθητεύω] 1. αυτός που δεν μαθήτευσε κάπου, ο αδίδακτος 2. που δεν μαθεύτηκε, δεν κοινολογήθηκε «μυστικό αμαθήτευτο» … Dictionary of Greek
αμαθήτευτος — η, ο αυτός που δε μαθήτεψε, δε διδάχτηκε: Το παιδί ως τα τώρα ήταν αμαθήτευτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)