αμαθήτευτος

αμαθήτευτος
η , ο [ος , ον ]
1) необученный; не получивший образования; 2) см. αμάθευτος 1

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αμαθήτευτος" в других словарях:

  • αμαθήτευτος — η, ο [μαθητεύω] 1. αυτός που δεν μαθήτευσε κάπου, ο αδίδακτος 2. που δεν μαθεύτηκε, δεν κοινολογήθηκε «μυστικό αμαθήτευτο» …   Dictionary of Greek

  • αμαθήτευτος — η, ο αυτός που δε μαθήτεψε, δε διδάχτηκε: Το παιδί ως τα τώρα ήταν αμαθήτευτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»